1 εὐλοχία — εὐλοχίᾱ , εὐλοχία glorious progeny fem nom/voc/acc dual εὐλοχίᾱ , εὐλοχία glorious progeny fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2 ευλοχία — εὐλοχία, ἡ (Α) [εύλοχος] επιγρ. καλή γέννα, ευτεκνία, το να έχει κάποιος ένδοξους απογόνους …
Dictionary of Greek