σακχαροδιαβήτης
1 σακχαροδιαβήτης — σακχαροδιαβήτης, o, βλ. ζαχαροδιαβήτης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2 σακχαροδιαβήτης — ο, Ν ο σακχαρώδης διαβήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + διαβήτης] …
3 σάκχαρο- — Ν (χημ. βιοχ. ιατρ.) α συνθετικό λέξεων που υποδηλώνει ότι το δηλούμενο με το β συνθετικό περιέχει σάκχαρα ή έχει σχέση με τα σάκχαρα (πρβλ. σακχαροδέκτης, σακχαρομύκης, σακχαροποίηση, σακχαροδιαβήτης κ.ά.] …